- όγκωση
- η (ΑΜ ὄγκωσις) [ογκώ]αύξηση τού όγκου, διόγκωση, εξόγκωση, φούσκωμα, πρήξιμονεοελλ.εξοίδηση, δηλαδή παθολογική αύξηση τού όγκου οποιουδήποτε μέρους τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όγκωση — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του ογκώνω, η αύξηση του όγκου, το φούσκωμα. 2. (ιατρ.) η αύξηση του όγκου μέρους του σώματος, το πρήξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀγκώσῃ — ὀγκώσηι , ὄγκωσις intumescence fem dat sg (epic) ὀγκόω raise up aor subj mid 2nd sg ὀγκόω raise up aor subj act 3rd sg ὀγκόω raise up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίδησις — οἴδησις, ἡ (ΑΜ) όγκωση, φούσκωμα αρχ. 1. μτφ. ψυχικός αναβρασμός («οἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.) 2. η νόσος υδρωπικία … Dictionary of Greek